- δελτωτός
- -ή, -ό (AM δελτωτός, -ή, -όν) [δέλτα]1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Δ («ἡ δὲ 'Ρόδος ἡ νῆσος... δελτωτὴ τὸ σχῆμα»)2. ο αστερισμός τού τριγώνουνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δελτωτό (ν)ο πλωτήρας τού δρομόμετρου με το οποίο μετριέται η ταχύτητα τού πλοίουμσν.το ισοσκελές τρίγωνο.
Dictionary of Greek. 2013.